- ἐξαλείψῃς
- ἐξαλείφωplasteraor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'ξαλείψῃς — ἐξαλείψῃς , ἐξαλείφω plaster aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαλοιφή — η (Α ἀπαλοιφή) [απαλείφω] εξάλειψη, διαγραφή, σβήσιμο νεοελλ. Μαθ. η πράξη της εξάλειψης μιας μεταβλητής μεταξύ δύο εξισώσεων ή γενικότερα ν μεταβλητών μεταξύ ν + 1 εξισώσεων … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κλεπταποδοχή — Η σκόπιμη απόκρυψη, αγορά, κτήση με τύπο ενεχύρου ή αποδοχή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο καθώς και η μεταβίβαση ή η εξασφάλιση της κατοχής από μέρους τρίτου ενός κινητού πράγματος ή τιμήματος αυτού, γνωρίζοντας ότι αυτό προέρχεται από κλοπή. Ο… … Dictionary of Greek
οικουμενικός — ή, ό (ΑΜ οικουμενικός, ή, όν) [οικουμένη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικουμένη, παγκόσμιος, καθολικός 2. φρ. «Οικουμενική Σύνοδος» το ανώτατο συλλογικό όργανο το οποίο εκπροσωπεί το σύνολο τής Εκκλησίας και συγκαλείται για σοβαρό… … Dictionary of Greek
πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… … Dictionary of Greek
Ανάν, Κόφι — (Kofi Atta Annan, Κουμάζι, Γκάνα 1938 –). Γκανέζος οικονομολόγος, γενικός γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Σπούδασε πρώτα στο πανεπιστήμιο Επιστημών και Τεχνολογίας του Κουμάζι, συνέχισε στα οικονομικά, στο Μακάλιστερ Κόλετζ Σεν Πολ της… … Dictionary of Greek
αντιαποικιοκρατία — Θεωρητική θέση που είναι αντίθετη σε κάθε μορφή αποικιακής εκμετάλλευσης. Οι πρώτες εκδηλώσεις της συμπίπτουν με τις πρώτες υπερπόντιες κατακτήσεις. Η πολιτική της α. συνίσταται στην αρχή της πλήρους αυτοκυβέρνησης και στην καταγγελία της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Κρόου — (Crow). Λαός αυτοχθόνων της Βόρειας Αμερικής. Ανήκουν φυλετικά στους Σιου, ενώ παλαιότερα κατοικούσαν στην ανατολική Μοντάνα και στο Γουαϊόμινγκ (ΗΠΑ). Η εθνική ονομασία του λαού αυτού είναι Αμπσάροκα (άνθρωποι πουλιά), την οποία οι Γάλλοι… … Dictionary of Greek